εὐθυγράμμους

εὐθυγράμμους
εὐθύγραμμος
rectilinear figure
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμπέρ — (ampère). Μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος στο διεθνές σύστημα ή σύστημα Τζόρτζι. Συμβολίζεται με το απλό σύμβολο Α, αλλά όταν υπάρχει περίπτωση σύγχυσης συμβολίζεται με τη σύντμηση amp. Υπάρχουν πολλοί ορισμοί αυτής της… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… …   Dictionary of Greek

  • Ασμάρα — (Äsmara).Πόλη (393.000 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Ερυθραίας. Χτισμένη σε υψόμετρο 2.347 μ., κοντά στο κράσπεδο ενός υψιπέδου που κατεβαίνει ομαλά προς την Ερυθρά θάλασσα, αποτελείται από δύο οικοδομικούς πυρήνες: τον οικισμό των ιθαγενών,… …   Dictionary of Greek

  • Βαρκελώνη — (Barcelona). Πόλη (1.496.266 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ισπανίας στις ακτές της Μεσογείου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (7.728 τ. χλμ., 4.804.626 κάτ. το 2001) και του γεωγραφικού διαμερίσματος της Καταλονίας. Είναι χτισμένη σε παράλια πεδινή… …   Dictionary of Greek

  • Θέμπου — (Cebu). Πόλη (718.821 κάτ. το 2002) των Φιλιππίνων και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.088 τ. χλμ., 3.356.137 κάτ.). Στις 16 Μαρτίου 1521 αποβιβάστηκε στην περιοχή ο Μαγγελάνος, ο οποίος μερικές μέρες αργότερα πέθανε πολεμώντας. Η πόλη… …   Dictionary of Greek

  • Ιεράπολη — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της βόρειας Συρίας, μεταξύ του Ευφράτη και του όρους Αμανού στην Κυρηστική. Παλαιότερα ονομαζόταν Βαμβύκη και μετονομάστηκε Ι. κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Αποτελούσε σταθμό μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • Κονστάντζα — (Constanta). Πόλη (342.264κάτ.το 1998) της νοτιοανατολικής Ρουμανίας στην περιοχή της Δοβρουτσάς, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (7.071τ. χλμ., 715.172κάτ. το 2002). Χτισμένη στις ακτές της Μαύρης θάλασσας, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”